λιπαρώ — λιπαρῶ, έω (Α) 1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.) 2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου 3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον … Dictionary of Greek
λιπαρῷ — λιπαρός oily masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρῶι — λιπαρῷ , λιπαρός oily masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλιπαρώ — καταλιπαρῶ, έω (Α) παρακαλώ θερμά, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιπαρῶ «απαιτώ ζητώ», πιθ. < αμάρτυρο *λιπαρός «απαιτητικός» < λίπτω «επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
λιπάρησις — λιπάρησις, ἡ (Α) [λιπαρώ] επίμονη παράκληση, ικεσία … Dictionary of Greek
λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… … Dictionary of Greek
λιπαρία — (I) λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [λιπαρώ] 1. εμμονή, επιμονή 2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά. (II) λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) [λιπαρός] πάχος, παχύτητα … Dictionary of Greek
λιπαρωμένος — λιπαρωμένος, η, ον (Μ) (για φαγητό) γεμάτος λίπος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπαρῶ < λιπαρός] … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
προσλιπαρώ — προσλιπαρῶ, έω, ΝΑ 1. ζητώ κάτι φορτικά και επίμονα 2. (κατ επέκτ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω αρχ. 1. διαμένω κάπου 2. ασχολούμαι με κάτι αδιαλείπτως 3. επιμένω να κάνω κάτι 4. ασχολούμαι πρόθυμα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λιπαρῶ «επιμένω,… … Dictionary of Greek